άπαρτος

άπαρτος
-η, -ο
αυτός που δεν πάρθηκε, δεν κυριεύτηκε: Το Σούλι και η Μάνη ήταν τ' άπαρτα κάστρα της ρωμιοσύνης στην τουρκοκρατία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άπαρτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον πήραν 2. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, απόρθητος …   Dictionary of Greek

  • απόρθητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να κυριευτεί, ο άπαρτος: Τα νησιά μας στο ανατολικό Αιγαίο είναι σήμερα απόρθητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”